- τηλαυγῶς
- τηλαυγῶς adv. of τηλαυγής (Strabo 17, 1, 30; POxy 886, 24 [III A.D.]; Philo, Congr. 24, 25; Cleopatra p. 15, 38) of a visual image (very) plainly/clearly Mk 8:25 (v.l. δηλαυγῶς, q.v.—B-D-F §119, 4; Rdm.2 37; s. Mlt-H. 283).—M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.